κατηνίζω

κατηνίζω
κατηνίζω (Μ) [κατήνα (Ι)]
1. βάζω σε αλυσίδες, φυλακίζω
2. μτφ. μαραίνω
3. (αμτβ.) φθίνω, μαραίνομαι μέσα στη φυλακή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατηνώ — κατηνῶ, έω (Μ) είμαι αλυσοδεμένος, είμαι δέσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατηνίζω που σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. κατήνισα που συνέπιπτε με τον αόρ. ησα τών συνηρημένων ρημάτων σε έω / ω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”